poser

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

poser (en)

  1. ένα ιδιαίτερο δύσκολο πρόβλημα, μανίκι, παλούκι, δυσκολάκι
  2. κάποιος που ποζάρει σε ζωγράφο ή φωτογράφο
  3. ο παπάτζας, ο φιγουρατζής
     συνώνυμα: poseur



Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

poser < λατινική pausare

Προφορά

ΔΦΑ : /po.ze/
 

Ρήμα

poser (fr)

  1. θέτω, τοποθετώ, πιθώνω
  2. τακτοποιώ
  3. ποζάρω

Συγγενικά

Αναγραμματισμοί

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.