παλιρροϊκός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | παλιρροϊκός | η | παλιρροϊκή | το | παλιρροϊκό |
| γενική | του | παλιρροϊκού | της | παλιρροϊκής | του | παλιρροϊκού |
| αιτιατική | τον | παλιρροϊκό | την | παλιρροϊκή | το | παλιρροϊκό |
| κλητική | παλιρροϊκέ | παλιρροϊκή | παλιρροϊκό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | παλιρροϊκοί | οι | παλιρροϊκές | τα | παλιρροϊκά |
| γενική | των | παλιρροϊκών | των | παλιρροϊκών | των | παλιρροϊκών |
| αιτιατική | τους | παλιρροϊκούς | τις | παλιρροϊκές | τα | παλιρροϊκά |
| κλητική | παλιρροϊκοί | παλιρροϊκές | παλιρροϊκά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- παλιρροϊκός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή παλιρροέω + -ικός, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική tidal[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /pa.li.ɾoiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐λιρ‐ροϊ‐κός
Επίθετο
παλιρροϊκός, -ή, -ό
- σχετικός με το φαινόμενο της παλίρροιας
- σχετικός με φαινόμενα που μεταβάλλονται περιοδικά και προκαλλούνται από τη βαρυτική έλξη μεταξύ σωμάτων (όπως π.χ. εξαιτίας της έλξης που ασκεί η Σελήνη στους ωκεανούς της Γης)
- παλιρροϊκό κύμα: κύμα που προκαλείται από σεισμική ή ηφαιστειακή δραστηριότητα ή κάποιο ανόλογο φαινόμενο μεγάλης κλίμακας (όπως π.χ. πρόσκρουση μετεωρίτη) και χαρακτηρίζεται από τη μεγάλη έκταση και την ικανότητα να διανύει πολύ μεγάλη απόσταση
Αναφορές
- παλιρροϊκός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.