παλιλλογία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παλιλλογία οι παλιλλογίες
      γενική της παλιλλογίας των παλιλλογιών
    αιτιατική την παλιλλογία τις παλιλλογίες
     κλητική παλιλλογία παλιλλογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παλιλλογία < αρχαία ελληνική παλιλλογία < πάλιν + λέγω

Ουσιαστικό

παλιλλογία θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική παλιλλογί αἱ παλιλλογίαι
      γενική τῆς παλιλλογίᾱς τῶν παλιλλογιῶν
      δοτική τῇ παλιλλογί ταῖς παλιλλογίαις
    αιτιατική τὴν παλιλλογίᾱν τὰς παλιλλογίᾱς
     κλητική ! παλιλλογί παλιλλογίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  παλιλλογί
γεν-δοτ τοῖν  παλιλλογίαιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παλιλλογία < πάλιν + λέγω

Ουσιαστικό

παλιλλογία θηλυκό

  1. ανακεφαλαίωση
  2. άρνηση
  3. υπεκφυγή
  4. παλινωδία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.