παλιλλογία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | παλιλλογία | οι | παλιλλογίες |
| γενική | της | παλιλλογίας | των | παλιλλογιών |
| αιτιατική | την | παλιλλογία | τις | παλιλλογίες |
| κλητική | παλιλλογία | παλιλλογίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- παλιλλογία < αρχαία ελληνική παλιλλογία < πάλιν + λέγω
Συγγενικά
- παλίλλογος
- παλιλλογώ
- → δείτε τις λέξεις πάλι και λέγω
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | παλιλλογίᾱ | αἱ | παλιλλογίαι |
| γενική | τῆς | παλιλλογίᾱς | τῶν | παλιλλογιῶν |
| δοτική | τῇ | παλιλλογίᾳ | ταῖς | παλιλλογίαις |
| αιτιατική | τὴν | παλιλλογίᾱν | τὰς | παλιλλογίᾱς |
| κλητική ὦ! | παλιλλογίᾱ | παλιλλογίαι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | παλιλλογίᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | παλιλλογίαιν | ||
| Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||
| 1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.