σοβαντίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- σοβαντίζω < (άμεσο δάνειο) τουρκική sıvadım, αόριστος του ρήματος sıvamak (επιχρίω, αρχική σημασία: εμποτίζω)[1] ή (άμεσο δάνειο) τουρκική sovad(ι),αόριστος του ρήματος sovar[2]
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | σοβαντίζω | σοβάντιζα | θα σοβαντίζω | να σοβαντίζω | σοβαντίζοντας | |
| β' ενικ. | σοβαντίζεις | σοβάντιζες | θα σοβαντίζεις | να σοβαντίζεις | σοβάντιζε | |
| γ' ενικ. | σοβαντίζει | σοβάντιζε | θα σοβαντίζει | να σοβαντίζει | ||
| α' πληθ. | σοβαντίζουμε | σοβαντίζαμε | θα σοβαντίζουμε | να σοβαντίζουμε | ||
| β' πληθ. | σοβαντίζετε | σοβαντίζατε | θα σοβαντίζετε | να σοβαντίζετε | σοβαντίζετε | |
| γ' πληθ. | σοβαντίζουν(ε) | σοβάντιζαν σοβαντίζαν(ε) |
θα σοβαντίζουν(ε) | να σοβαντίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | σοβάντισα | θα σοβαντίσω | να σοβαντίσω | σοβαντίσει | ||
| β' ενικ. | σοβάντισες | θα σοβαντίσεις | να σοβαντίσεις | σοβάντισε | ||
| γ' ενικ. | σοβάντισε | θα σοβαντίσει | να σοβαντίσει | |||
| α' πληθ. | σοβαντίσαμε | θα σοβαντίσουμε | να σοβαντίσουμε | |||
| β' πληθ. | σοβαντίσατε | θα σοβαντίσετε | να σοβαντίσετε | σοβαντίστε | ||
| γ' πληθ. | σοβάντισαν σοβαντίσαν(ε) |
θα σοβαντίσουν(ε) | να σοβαντίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω σοβαντίσει | είχα σοβαντίσει | θα έχω σοβαντίσει | να έχω σοβαντίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις σοβαντίσει | είχες σοβαντίσει | θα έχεις σοβαντίσει | να έχεις σοβαντίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει σοβαντίσει | είχε σοβαντίσει | θα έχει σοβαντίσει | να έχει σοβαντίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε σοβαντίσει | είχαμε σοβαντίσει | θα έχουμε σοβαντίσει | να έχουμε σοβαντίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε σοβαντίσει | είχατε σοβαντίσει | θα έχετε σοβαντίσει | να έχετε σοβαντίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν σοβαντίσει | είχαν σοβαντίσει | θα έχουν σοβαντίσει | να έχουν σοβαντίσει |
| |
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- σοβαντίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.