πισσώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- πισσώνω < μεσαιωνική ελληνική πισσώνω[1] < ελληνιστική κοινή πισσόω[2] / πισσῶ[1] [3] + -ώνω[3]
- πισσάρω
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | πισσώνω | πίσσωνα | θα πισσώνω | να πισσώνω | πισσώνοντας | |
| β' ενικ. | πισσώνεις | πίσσωνες | θα πισσώνεις | να πισσώνεις | πίσσωνε | |
| γ' ενικ. | πισσώνει | πίσσωνε | θα πισσώνει | να πισσώνει | ||
| α' πληθ. | πισσώνουμε | πισσώναμε | θα πισσώνουμε | να πισσώνουμε | ||
| β' πληθ. | πισσώνετε | πισσώνατε | θα πισσώνετε | να πισσώνετε | πισσώνετε | |
| γ' πληθ. | πισσώνουν(ε) | πίσσωναν πισσώναν(ε) |
θα πισσώνουν(ε) | να πισσώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | πίσσωσα | θα πισσώσω | να πισσώσω | πισσώσει | ||
| β' ενικ. | πίσσωσες | θα πισσώσεις | να πισσώσεις | πίσσωσε | ||
| γ' ενικ. | πίσσωσε | θα πισσώσει | να πισσώσει | |||
| α' πληθ. | πισσώσαμε | θα πισσώσουμε | να πισσώσουμε | |||
| β' πληθ. | πισσώσατε | θα πισσώσετε | να πισσώσετε | πισσώστε | ||
| γ' πληθ. | πίσσωσαν πισσώσαν(ε) |
θα πισσώσουν(ε) | να πισσώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω πισσώσει | είχα πισσώσει | θα έχω πισσώσει | να έχω πισσώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις πισσώσει | είχες πισσώσει | θα έχεις πισσώσει | να έχεις πισσώσει | ||
| γ' ενικ. | έχει πισσώσει | είχε πισσώσει | θα έχει πισσώσει | να έχει πισσώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε πισσώσει | είχαμε πισσώσει | θα έχουμε πισσώσει | να έχουμε πισσώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε πισσώσει | είχατε πισσώσει | θα έχετε πισσώσει | να έχετε πισσώσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν πισσώσει | είχαν πισσώσει | θα έχουν πισσώσει | να έχουν πισσώσει |
| |
Μεταφράσεις
πισσώνω
|
|
Αναφορές
- πισσώνω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- πισσόω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- πισσώνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.