πισσώνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

πισσώνω < μεσαιωνική ελληνική πισσώνω[1] < ελληνιστική κοινή πισσόω[2] / πισσῶ[1] [3] + -ώνω[3]

Ρήμα

πισσώνω (παθητική φωνή: πισσώνομαι)

  • πισσάρω

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. πισσώνω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  2. πισσόω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
  3. πισσώνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.