παλαιότερων

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος επιθέτου

παλαιότερων

  1. γενική πληθυντικού του παλαιότερος
  2. γενική πληθυντικού του παλαιότερη
  3. γενική πληθυντικού του παλαιότερο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.