paléographie

Γαλλικά (fr)

      ενικός         πληθυντικός  
paléographie paléographies

Ετυμολογία

paléographie < paléograph(e) + -ie ή νεολατινική palaeographia. Μορφολογικά αναλύεται σε paléo- (αρχαία ελληνική παλαιός) + -graphie (-γραφία, γραφή)

Προφορά

ΔΦΑ : /pa.le.ɔ.ɡʁa.fi/

Ουσιαστικό

paléographie (fr) θηλυκό

  • (επιστήμη) η παλαιογραφία
    Κατηγορία:Παλαιογραφία (γαλλικά) στο Βικιλεξικό

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.