παλαιογράφος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η παλαιογράφος οι παλαιογράφοι
      γενική του/της παλαιογράφου των παλαιογράφων
    αιτιατική τον/την παλαιογράφο τους/τις παλαιογράφους
     κλητική παλαιογράφε παλαιογράφοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παλαιογράφος < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική paléographe < αρχαία ελληνική παλαιός + γράφω > παλαιο- + -γράφος

Ουσιαστικό

παλαιογράφος αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.