palais
Γαλλικά (fr)
Ετυμολογία
- palais < λατινική palatium
Προφορά
- ΔΦΑ : /pa.lɛ/
- ⓘ
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
|---|---|
| palais | palais |
palais (fr) αρσενικό
- επιβλητικό κτήριο
- το παλάτι, το ανάκτορο
- η παλαιότερη κατοικία κάποιου άρχοντα που έγινε δημόσιο κτήριο
- η αίθουσα ακρόασης της κατοικίας ενός βασιλιά ή άρχοντα
- (ανατομία)
- ο ουρανίσκος
- (κατ’ επέκταση) το όργανο της γεύσης
Συγγενικά
- palatal - palatale
- palatalisation
- palataliser
- palatin - palatine
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.