παιγνιώδης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | παιγνιώδης | η | παιγνιώδης | το | παιγνιώδες |
| γενική | του | παιγνιώδους | της | παιγνιώδους | του | παιγνιώδους |
| αιτιατική | τον | παιγνιώδη | την | παιγνιώδη | το | παιγνιώδες |
| κλητική | παιγνιώδη(ς) | παιγνιώδης | παιγνιώδες | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | παιγνιώδεις | οι | παιγνιώδεις | τα | παιγνιώδη |
| γενική | των | παιγνιωδών | των | παιγνιωδών | των | παιγνιωδών |
| αιτιατική | τους | παιγνιώδεις | τις | παιγνιώδεις | τα | παιγνιώδη |
| κλητική | παιγνιώδεις | παιγνιώδεις | παιγνιώδη | |||
| Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- παιγνιώδης < αρχαία ελληνική παιγνιώδης
Επίθετο
παιγνιώδης, -ης, -ες
- που έχει το χαρακτήρα του παιχνιδιού, που γίνεται με διάθεση να παίξει κάποιος
Συνώνυμα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη παίζω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.