παγόβουνο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το παγόβουνο τα παγόβουνα
      γενική του παγόβουνου των παγόβουνων
    αιτιατική το παγόβουνο τα παγόβουνα
     κλητική παγόβουνο παγόβουνα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
παγόβουνο στην Ανταρκτική

Ετυμολογία

παγόβουνο < πάγος + βουνό < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική iceberg

Προφορά

ΔΦΑ : /paˈɣo.vu.no/

Ουσιαστικό

παγόβουνο ουδέτερο

  1. (γεωγραφία) όγκος από πάγο (γλυκού νερού) που επιπλέει στη θάλασσα, κινούμενος από τα θαλάσσια ρεύματα
  2. (μεταφορικά) ψυχρός, που δεν φανερώνει τα αισθήματά του
     συνώνυμα: παγοκολόνα

Εκφράσεις

  • η κορυφή του παγόβουνου: λέγεται για καταστάσεις όπου ένα μικρό μόνο μέρος των προβλημάτων είναι φανερό ενώ το μεγαλύτερο παραμένει κρυφό (όπως το μεγαλύτερο μέρος του παγόβουνου που βρίσκεται πάντα κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.