παγοκολόνα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παγοκολόνα οι παγοκολόνες
      γενική της παγοκολόνας των (παγοκολονών)
    αιτιατική την παγοκολόνα τις παγοκολόνες
     κλητική παγοκολόνα παγοκολόνες
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παγοκολόνα < πάγος + κολόνα

Ουσιαστικό

παγοκολόνα θηλυκό

  1. κομμάτι πάγου σε τυποποιημένο σχήμα και μέγεθος
  2. (μεταφορικά) άνθρωπος (ιδίως γυναίκα) που δεν εξωτερικεύει κανένα συναίσθημα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.