παγετώνας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | παγετώνας | οι | παγετώνες |
| γενική | του | παγετώνα | των | παγετώνων |
| αιτιατική | τον | παγετώνα | τους | παγετώνες |
| κλητική | παγετώνα | παγετώνες | ||
| Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

παγετώνας στην Αλάσκα
Ετυμολογία
- παγετώνας < παγετός + -ώνας, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική glacière
Συγγενικά
- παγετωνικός
- → δείτε τις λέξεις παγετός και πάγος
Εκφράσεις
- εποχή των παγετώνων: γεωλογική περίοδος κατά τις οποίες υπήρχε έντονο ψύχος και επέκταση των πολικών πάγων
-
παγετώνας στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.