παγούρι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | παγούρι | τα | παγούρια |
| γενική | του | παγουριού | των | παγουριών |
| αιτιατική | το | παγούρι | τα | παγούρια |
| κλητική | παγούρι | παγούρια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

αλουμινένιο παγούρι (1)
Ετυμολογία
- παγούρι < μεσαιωνική ελληνική παγούριν / παγούριον < αρχαία ελληνική πάγουρος (καβούρι, ίσως λόγω του σχήματος του δοχείου)
Ουσιαστικό
παγούρι ουδέτερο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.