πάγουρος
Νέα ελληνικά (el)

| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | πάγουρος | οι | πάγουροι |
| γενική | του | πάγουρου & παγούρου |
των | πάγουρων & παγούρων |
| αιτιατική | τον | πάγουρο | τους | πάγουρους & παγούρους |
| κλητική | πάγουρε | πάγουροι | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πάγουρος < αρχαία ελληνική πάγουρος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.