πάχνη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πάχνη | ||
| γενική | της | πάχνης | ||
| αιτιατική | την | πάχνη | ||
| κλητική | πάχνη | |||
| Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πάχνη < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πάχνη[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈpax.ni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πάχ‐νη
Ουσιαστικό

Πάχνη πάνω σε φύλλο
πάχνη θηλυκό, μόνο στον ενικό
- (μετεωρολογία) η πρωινή (παγωμένη) δροσιά που σχηματίζεται κυρίως πάνω στα φύλλα των δέντρων και τις πόες, αλλά και σε άλλες επιφάνειες
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
Αναφορές
- πάχνη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.