πάχνη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η πάχνη
      γενική της πάχνης
    αιτιατική την πάχνη
     κλητική πάχνη
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πάχνη < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πάχνη[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈpax.ni/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πάχνη

Ουσιαστικό

Πάχνη πάνω σε φύλλο

πάχνη θηλυκό, μόνο στον ενικό

  • (μετεωρολογία) η πρωινή (παγωμένη) δροσιά που σχηματίζεται κυρίως πάνω στα φύλλα των δέντρων και τις πόες, αλλά και σε άλλες επιφάνειες

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.