κρυμοπαγία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κρυμοπαγία | οι | κρυμοπαγίες |
| γενική | της | κρυμοπαγίας | των | κρυμοπαγιών |
| αιτιατική | την | κρυμοπαγία | τις | κρυμοπαγίες |
| κλητική | κρυμοπαγία | κρυμοπαγίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κρυμοπαγία < αρχαία ελληνική κρυμός + πήγνυμι < υπερβολικό ψύχος + κάμνω κάτι να πήξει· αντίστοιχη λέξη της κρυοπαγίας που χρησιμοποιείται μόνον επί φυτών.
- η αλλοίωση, καταστροφή ή νέκρωση τμήματος φυτού που προέρχεται από απώλεια θερμότητας προς το περιβάλλον
Ουσιαστικό
κρυμοπαγία θηλυκό
Συγγενικά
Μεταφράσεις
κρυμοπαγία
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.