πέτσινος
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πέτσινος | η | πέτσινη | το | πέτσινο |
| γενική | του | πέτσινου | της | πέτσινης | του | πέτσινου |
| αιτιατική | τον | πέτσινο | την | πέτσινη | το | πέτσινο |
| κλητική | πέτσινε | πέτσινη | πέτσινο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πέτσινοι | οι | πέτσινες | τα | πέτσινα |
| γενική | των | πέτσινων | των | πέτσινων | των | πέτσινων |
| αιτιατική | τους | πέτσινους | τις | πέτσινες | τα | πέτσινα |
| κλητική | πέτσινοι | πέτσινες | πέτσινα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
πέτσινος
- από πετσί, δερμάτινος
- Το πέτσινο παντελόνι που φόραγε χτες της πήγαινε πολύ
- (μεταφορικά) ψεύτικος, αμφίβολος (ιδιαίτερα για χρήματα· συνήθως στον πληθυντικό)
- Τον αγώνα τον κερδίσανε με ένα πέτσινο πέναλτυ που έδωσε σε βάρος μας ο διαιτητής
- Ρώτησε για δανεικά, αλλά αντί για ενέχυρο που του ζήτησα, ήθελε να μου δώσει κάτι πέτσινα γραμμάτια
Μεταφράσεις
πέτσινος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.