πετσένιος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πετσένιος | η | πετσένια | το | πετσένιο |
| γενική | του | πετσένιου | της | πετσένιας | του | πετσένιου |
| αιτιατική | τον | πετσένιο | την | πετσένια | το | πετσένιο |
| κλητική | πετσένιε | πετσένια | πετσένιο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πετσένιοι | οι | πετσένιες | τα | πετσένια |
| γενική | των | πετσένιων | των | πετσένιων | των | πετσένιων |
| αιτιατική | τους | πετσένιους | τις | πετσένιες | τα | πετσένια |
| κλητική | πετσένιοι | πετσένιες | πετσένια | |||
| Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο. | ||||||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /peˈt͡se.ɲos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πε‐τσέ‐νιος
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη πετσί
Μεταφράσεις
πετσένιος
|
Πηγές
- πετσένιος - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.