πετσένιος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πετσένιος η πετσένια το πετσένιο
      γενική του πετσένιου της πετσένιας του πετσένιου
    αιτιατική τον πετσένιο την πετσένια το πετσένιο
     κλητική πετσένιε πετσένια πετσένιο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πετσένιοι οι πετσένιες τα πετσένια
      γενική των πετσένιων των πετσένιων των πετσένιων
    αιτιατική τους πετσένιους τις πετσένιες τα πετσένια
     κλητική πετσένιοι πετσένιες πετσένια
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο.
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πετσένιος < πετσ(ί) + -ένιος

Προφορά

ΔΦΑ : /peˈt͡se.ɲos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πετσένιος

Επίθετο

πετσένιος, -α, -ο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.