αναπληρωτής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | αναπληρωτής | οι | αναπληρωτές |
| γενική | του | αναπληρωτή | των | αναπληρωτών |
| αιτιατική | τον | αναπληρωτή | τους | αναπληρωτές |
| κλητική | αναπληρωτή | αναπληρωτές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αναπληρωτής < αναπληρώνω + -τής
Ουσιαστικό
αναπληρωτής αρσενικό (θηλυκό αναπληρώτρια)
- αυτός που αναπληρώνει ένα διοικητικό στέλεχος σε περίπτωση απουσίας του
- ο αναπληρωτής διευθυντής
- εκπαιδευτικός που προσλαμβάνεται με σύμβαση ορισμένου χρόνου (μερικών μηνών) προκειμένου να καλύψει λειτουργικά κενά σε σχολεία
- καθηγητής πανεπιστημίου, ανώτερος από τον επίκουρο και κατώτερος από τον καθηγητή πρώτης βαθμίδας
Μεταφράσεις
αναπληρωτής
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.