πάγωμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | πάγωμα | τα | παγώματα |
| γενική | του | παγώματος | των | παγωμάτων |
| αιτιατική | το | πάγωμα | τα | παγώματα |
| κλητική | πάγωμα | παγώματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πάγωμα < μεσαιωνική ελληνική < παγώνω < παγόω < πάγος
Ουσιαστικό
πάγωμα ουδέτερο
- η μετατροπή του νερού (ή άλλου υγρού) σε πάγο
- η πτώση της θερμοκρασίας ενός σώματος σε πολύ χαμηλά επίπεδα
- η διακοπή, παύση ή αναστολή μιας κίνησης
- το σταμάτημα μιας κινούμενης εικόνας
- το σταμάτημα μιας διαδικασίας
- το σλοβενικό βέτο προκάλεσε το πάγωμα των ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Κροατίας
- (για αριθμητικά μεγέθη) η σταθεροποίηση σε μια τιμή
- η κυβέρνηση λόγω της κρίσης αποφάσισε το πάγωμα των μισθών για ένα χρόνο
Σημειώσεις
Συχνά η λέξη πάγωμα, όταν έχει την έννοια του ορισμού 2, γράφεται εντός εισαγωγικών. Πάντως η αναγραφή της λέξης εντός εισαγωγικών ενδέχεται να μην είναι ορθογραφικώς ορθή.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.