gel

Αγγλικά (en)

Ρήμα

  1. ζελατινοποιούμαι
  2. (μεταφορικά) κατασταλάζω



Γαλλικά (fr)

Προφορά

 

Ουσιαστικό

gel (fr) αρσενικό

  1. η παγωνιά, το πάγωμα, ο παγετός, ο πάγος
  2. το τζελ, το ζελέ, η γέλη



Καταλανικά (ca)

Ουσιαστικό

gel (ca)



Παλαιά γαλλικά (fro)

Συγχώνευση

gel

  • ge + le
    άλλες μορφές: jel
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.