επουσιώδης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επουσιώδης η επουσιώδης το επουσιώδες
      γενική του επουσιώδους της επουσιώδους του επουσιώδους
    αιτιατική τον επουσιώδη την επουσιώδη το επουσιώδες
     κλητική επουσιώδη(ς) επουσιώδης επουσιώδες
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επουσιώδεις οι επουσιώδεις τα επουσιώδη
      γενική των επουσιωδών των επουσιωδών των επουσιωδών
    αιτιατική τους επουσιώδεις τις επουσιώδεις τα επουσιώδη
     κλητική επουσιώδεις επουσιώδεις επουσιώδη
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επουσιώδης < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐπουσιώδης[1]

Επίθετο

επουσιώδης, -ης -ες

  1. που δεν αναφέρεται στην ουσία ενός ζητήματος, δεν είναι ιδιαίτερα σημαντικός αλλά μάλλον δευτερεύων
    η συζήτηση αναλώθηκε σε επουσιώδεις λεπτομέρειες
    κάνει μεγάλα στοχαστικά άλματα και επισκιάζει την ουσία ενώ φωτίζει τα επουσιώδη

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.