κεφαλαιώδης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κεφαλαιώδης | η | κεφαλαιώδης | το | κεφαλαιώδες |
| γενική | του | κεφαλαιώδους | της | κεφαλαιώδους | του | κεφαλαιώδους |
| αιτιατική | τον | κεφαλαιώδη | την | κεφαλαιώδη | το | κεφαλαιώδες |
| κλητική | κεφαλαιώδη(ς) | κεφαλαιώδης | κεφαλαιώδες | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κεφαλαιώδεις | οι | κεφαλαιώδεις | τα | κεφαλαιώδη |
| γενική | των | κεφαλαιωδών | των | κεφαλαιωδών | των | κεφαλαιωδών |
| αιτιατική | τους | κεφαλαιώδεις | τις | κεφαλαιώδεις | τα | κεφαλαιώδη |
| κλητική | κεφαλαιώδεις | κεφαλαιώδεις | κεφαλαιώδη | |||
| Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- κεφαλαιώδης < ελληνιστική κοινή κεφαλαιώδης < αρχαία ελληνική κεφάλαιος + -ώδης
Συγγενικά
- κεφαλαιωδώς
- → δείτε τη λέξη κεφάλι
Μεταφράσεις
κεφαλαιώδης
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.