ουροφόρος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ουροφόρος | η | ουροφόρος & ουροφόρα |
το | ουροφόρο |
| γενική | του | ουροφόρου | της | ουροφόρου & ουροφόρας |
του | ουροφόρου |
| αιτιατική | τον | ουροφόρο | την | ουροφόρο & ουροφόρα |
το | ουροφόρο |
| κλητική | ουροφόρε | ουροφόρε & ουροφόρα |
ουροφόρο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ουροφόροι | οι | ουροφόροι & ουροφόρες |
τα | ουροφόρα |
| γενική | των | ουροφόρων | των | ουροφόρων | των | ουροφόρων |
| αιτιατική | τους | ουροφόρους | τις | ουροφόρους & ουροφόρες |
τα | ουροφόρα |
| κλητική | ουροφόροι | ουροφόροι & ουροφόρες |
ουροφόρα | |||
| ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μεταφράσεις
- ουροφόρος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ουροφόρος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.