διοχετεύω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

διοχετεύω < αρχαία ελληνική διοχετεύω < διά + ὀχετεύω < ὀχετός < ὀχέω < ὄχος

Προφορά

ΔΦΑ : /ði.o.çeˈte.vo/

Ρήμα

διοχετεύω (παθητική φωνή: διοχετεύομαι)

  1. μεταφέρω κάποιο υγρό (ή και κάτι άλλο: π.χ. ηλεκτρικό ρεύμα) και το κατευθύνω μέσω σωληνώσεων, αγωγών ή καναλιών προς κάπου
  2. μεταφέρω κάποιο προϊόν και με το κατάλληλο δίκτυο και οργάνωση το διανέμω όπου πρέπει
  3. (μεταφορικά) μεταφέρω ή διαδίδω μια είδηση, πληροφορία κ.λπ.

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.