ουρλιαχτό
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ουρλιαχτό | τα | ουρλιαχτά |
| γενική | του | ουρλιαχτού | των | ουρλιαχτών |
| αιτιατική | το | ουρλιαχτό | τα | ουρλιαχτά |
| κλητική | ουρλιαχτό | ουρλιαχτά | ||
| Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /uɾ.ʎaxˈto/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ουρ‐λια‐χτό
Ουσιαστικό
ουρλιαχτό ουδέτερο
Συγγενικά
Αναφορές
- ουρλιαχτό - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.