ούρλιασμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ούρλιασμα τα ουρλιάσματα
      γενική του ουρλιάσματος των ουρλιασμάτων
    αιτιατική το ούρλιασμα τα ουρλιάσματα
     κλητική ούρλιασμα ουρλιάσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ούρλιασμα < ουρλιάζω + -μα

Ουσιαστικό

ούρλιασμα ουδέτερο

Πηγές

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.