ουρητήριο

Ουρητήριο στη Βιέννη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ουρητήριο | τα | ουρητήρια |
| γενική | του | ουρητηρίου & ουρητήριου |
των | ουρητηρίων |
| αιτιατική | το | ουρητήριο | τα | ουρητήρια |
| κλητική | ουρητήριο | ουρητήρια | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /u.ɾiˈti.ɾi.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ου‐ρη‐τή‐ρι‐ο
Ουσιαστικό
ουρητήριο ουδέτερο
- κτίσμα το οποίο είναι ειδικά διαρρυθμισμένο για ούρηση
- ※ τουτέστιν ἀντὶ τοῦ κονιορτοῦ, τῶν οὐρητηρίων καὶ τῶν ὑπαιθρίων θεαμάτων τοῦ θέρους, νὰ φαντασθῆτε τὴν λάσπην καὶ τὰς κοινοβουλευτικὰς παραστάσεις τοῦ χειμῶνος (Κωνσταντίνος Σκόκος, «Ο αλάνθαστος και αψευδής Καζαμίας του 1886», στο Γελοιογραφικόν Ημερολόγιον του Έτους 1886)
Μεταφράσεις
ουρητήριο
|
Αναφορές
- ουρητήριο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.