ουραιμία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ουραιμία | οι | ουραιμίες |
| γενική | της | ουραιμίας | των | ουραιμιών |
| αιτιατική | την | ουραιμία | τις | ουραιμίες |
| κλητική | ουραιμία | ουραιμίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ουραιμία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική urémie[1] ή λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική uremia[1] < αρχαία ελληνική οὖρον + αἷμα
Προφορά
- ΔΦΑ : /u.reˈmi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ου‐ραι‐μί‐α
Συγγενικά
- ουραιμικός
- → δείτε τις λέξεις ούρο και αίμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.