ουραιμικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ουραιμικός | η | ουραιμική | το | ουραιμικό |
| γενική | του | ουραιμικού | της | ουραιμικής | του | ουραιμικού |
| αιτιατική | τον | ουραιμικό | την | ουραιμική | το | ουραιμικό |
| κλητική | ουραιμικέ | ουραιμική | ουραιμικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ουραιμικοί | οι | ουραιμικές | τα | ουραιμικά |
| γενική | των | ουραιμικών | των | ουραιμικών | των | ουραιμικών |
| αιτιατική | τους | ουραιμικούς | τις | ουραιμικές | τα | ουραιμικά |
| κλητική | ουραιμικοί | ουραιμικές | ουραιμικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ουραιμικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική urémique[1] ή λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική uremic[1] < αρχαία ελληνική οὖρον + αἷμα
Μεταφράσεις
- ουραιμικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.