ουκ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ουκ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική οὐκ < οὐ πριν από φωνήεν [1][2]
Προφορά
- ΔΦΑ : /uk/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ουκ
Εκφράσεις
χρησιμοποιείται μόνο σε αρχαΐζουσες εκφράσεις όπως:
- δις εξαμαρτείν ταυτόν ουκ ανδρός σοφού
- ουκ αν λάβοις παρά του μη έχοντος
- ουκ εν τω πολλώ το ευ
- ουκ οίδα τον άνθρωπο
- ων ουκ έστιν αριθμός
Μεταφράσεις
ουκ
|
Αναφορές
- ουκ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.