αρκουδοπούρναρο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | αρκουδοπούρναρο | τα | αρκουδοπούρναρα |
| γενική | του | αρκουδοπούρναρου | των | αρκουδοπούρναρων |
| αιτιατική | το | αρκουδοπούρναρο | τα | αρκουδοπούρναρα |
| κλητική | αρκουδοπούρναρο | αρκουδοπούρναρα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
-2.jpg.webp)
Ετυμολογία
- αρκουδοπούρναρο < αρκούδ(α) + -ο- + πουρνάρ(ι) + -ο
Ουσιαστικό
αρκουδοπούρναρο ουδέτερο
- (φυτό) αειθαλές δέντρο του είδους Ilex aquifolium με σκούρα πράσινα αγκαθωτά φύλλα και μικρούς κόκκινους καρπούς
- ※ Ξάπλωσε εκεί, κάτω από το αρκουδοπούρναρο που είναι στην άκρη του γκρεμού, και την περίμενε μ' όλο που ήτανε σίγουρος πως δεν θα 'ρθει. (Σωτήρης Πατατζής Νεράιδα του βυθού [διήγημα]
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.