γιουχάισμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | γιουχάισμα | τα | γιουχαΐσματα |
| γενική | του | γιουχαΐσματος | των | γιουχαϊσμάτων |
| αιτιατική | το | γιουχάισμα | τα | γιουχαΐσματα |
| κλητική | γιουχάισμα | γιουχαΐσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
γιουχάισμα ουδέτερο
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του γιουχάρω, η αποδοκιμασία με φωνές όπως ου και γιούχα
Μεταφράσεις
γιουχάισμα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.