αμέ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αμέ < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀμέ < ἀμμέ < ἀμμή < αρχαία ελληνική ἄν μή, με αφομοίωση [nm] > [mm] και απλοποίηση του διπλού συμφώνου [mm] > [m] [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /aˈme/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αμέ
τονικό παρώνυμο: άμε

Μόριο

αμέ

  1. (προφορικό, ανεπίσημο) ναι (καταφατικά, με έμφαση)
    — Θέλεις να πάμε βόλτα; —Aμέεεε!, πώς δεν θέλω!
     συνώνυμα: βεβαίως, βέβαια, ναι
  2. (σπανιότερο) αλλά
    αμέ τι νόμιζες;

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.