ορεογένεση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ορεογένεση | οι | ορεογενέσεις |
| γενική | της | ορεογένεσης* | των | ορεογενέσεων |
| αιτιατική | την | ορεογένεση | τις | ορεογενέσεις |
| κλητική | ορεογένεση | ορεογενέσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, ορεογενέσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /o.ɾe.oˈʝe.ne.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐ρε‐ο‐γέ‐νε‐ση
Μεταφράσεις
ορεογένεση
|
Πηγές
- ορο-, ορεο-, παραδείγματα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- «ορεογονία, επίσης ορεογένεση» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.