ὀρός
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | ὀρός | οἱ | ὀροί |
| γενική | τοῦ | ὀροῦ | τῶν | ὀρῶν |
| δοτική | τῷ | ὀρῷ | τοῖς | ὀροῖς |
| αιτιατική | τὸν | ὀρόν | τοὺς | ὀρούς |
| κλητική ὦ! | ὀρέ | ὀροί | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὀρώ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ὀροῖν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ὀρός < πρωτοελληνική *horós < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ser- (ρέω, τρέχω)
Πηγές
- ὀρός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ὀρός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.