βουνοσειρά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βουνοσειρά οι βουνοσειρές
      γενική της βουνοσειράς των βουνοσειρών
    αιτιατική τη βουνοσειρά τις βουνοσειρές
     κλητική βουνοσειρά βουνοσειρές
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βουνοσειρά < βουνό + -ο- + σειρά

Ουσιαστικό

βουνοσειρά θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.