sierra
Αγγλικά (en)
| ενικός | πληθυντικός |
| sierra | sierras |
Ετυμολογία
- sierra < (άμεσο δάνειο) ισπανική sierra[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /siˈɛɹə/
- ⓘ
Ουσιαστικό
sierra (en)
- (γεωγραφία) η οροσειρά
- ψάρι του γένους των Σκομβρίδων
- το γράμμα S στο φωνητικό αλφάβητο του NATO
Ισπανικά (es)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.