delimited
Αγγλικά (en)
Προφορά
- ΔΦΑ : /dɪˈlɪmɪtəd/
Συνώνυμα
- bounded
- demarcated
Εκφράσεις
- (πληροφορική) delimited text file / οριοθετημένο αρχείο κειμένου : αρχείο που περιέχει δεδομένα όπου οι τιμές τους διαχωρίζονται με κάποιον ειδικό χαρακτήρα, όπως το κόμμα ή ο στηλογνώμονας (tab).
- (πληροφορική) comma delimited file ή comma-delimited file / αρχείο οριοθετημένο με κόμματα : αρχείο δεδομένων που αποτελείται από τιμές και εγγραφές, αποθηκευμένο ως αρχείο κειμένου, στο οποίο οι τιμές διαχωρίζονται (οριοθετούνται) μεταξύ τους με κόμματα.
- (πληροφορική) tab delimited file ή tab-delimited file / αρχείο οριοθετημένο με στηλογνώμονα : αρχείο δεδομένων που αποτελείται από τιμές και εγγραφές, αποθηκευμένο ως αρχείο κειμένου, στο οποίο οι τιμές διαχωρίζονται (οριοθετούνται) μεταξύ τους με στηλογνώμονα (tab).
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.