ορθοεπής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ορθοεπής | η | ορθοεπής | το | ορθοεπές |
| γενική | του | ορθοεπούς* | της | ορθοεπούς | του | ορθοεπούς |
| αιτιατική | τον | ορθοεπή | την | ορθοεπή | το | ορθοεπές |
| κλητική | ορθοεπή(ς) | ορθοεπής | ορθοεπές | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ορθοεπείς | οι | ορθοεπείς | τα | ορθοεπή |
| γενική | των | ορθοεπών | των | ορθοεπών | των | ορθοεπών |
| αιτιατική | τους | ορθοεπείς | τις | ορθοεπείς | τα | ορθοεπή |
| κλητική | ορθοεπείς | ορθοεπείς | ορθοεπή | |||
| * Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
| Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ορθοεπής < ορθοέπεια + -ής (αναδρομικός σχηματισμός) < αρχαία ελληνική ὀρθοέπεια < ὀρθός + ἔπος
Μεταφράσεις
ορθοεπής
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.