αποκομιδή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αποκομιδή | οι | αποκομιδές |
| γενική | της | αποκομιδής | των | αποκομιδών |
| αιτιατική | την | αποκομιδή | τις | αποκομιδές |
| κλητική | αποκομιδή | αποκομιδές | ||
| Συνήθως στον ενικό. | ||||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αποκομιδή < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀποκομιδή (αρχαία σημασία: απομάκρυνση, επιστροφή) < ἀποκομίζω < ἀπό + κομίζω
Ουσιαστικό
αποκομιδή θηλυκό
- (λόγιο) μεταφορά, απομάκρυνση
- ※ Αποφασίστηκε η αποκομιδή των σκουπιδιών από ιδιωτικά απορριμματοφόρα στο κέντρο της Αθήνας (εφημερίδα Ελευθεροτυπία, 15/11/2011)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.