ορειβασία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ορειβασία | οι | ορειβασίες |
| γενική | της | ορειβασίας | των | ορειβασιών |
| αιτιατική | την | ορειβασία | τις | ορειβασίες |
| κλητική | ορειβασία | ορειβασίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ορειβασία < (ελληνιστική κοινή) ὀρειβασία < αρχαία ελληνική ὀρειβάτης < ὄρος + βαίνω ((σημασιολογικό δάνειο) αγγλική mountaineering)

Ορειβασία στο χιόνι.
Ουσιαστικό
ορειβασία θηλυκό
- το περπάτημα σε βουνά, το σκαρφάλωμα πάνω σ’ αυτά ή -συνήθως- στις κορυφές τους καθώς και το σχετικό άθλημα
- Ετσι μαθαίνουμε για τις ορειβασίες που τόσο αγαπούσε ο Ηλίας Βενέζης, για τον Τάσο Λειβαδίτη που έγραφε με τη συνοδεία κλασικής μουσικής ή και για τον Γιάννη Ρίτσο που, όταν πήγαινε στη Σάμο, τους μάθαινε όλους τους νέους χορούς της Αθήνας. (*)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.