αλπινισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αλπινισμός οι αλπινισμοί
      γενική του αλπινισμού των αλπινισμών
    αιτιατική τον αλπινισμό τους αλπινισμούς
     κλητική αλπινισμέ αλπινισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αλπινισμός < (άμεσο δάνειο) γαλλική alpinisme < λατινική Alpes < albus

Ουσιαστικό

αλπινισμός αρσενικό

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.