οργανογραφία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η οργανογραφία οι οργανογραφίες
      γενική της οργανογραφίας των οργανογραφιών
    αιτιατική την οργανογραφία τις οργανογραφίες
     κλητική οργανογραφία οργανογραφίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

οργανογραφία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική organography + -ία < αρχαία ελληνική ὄργανον + γράφω

Ουσιαστικό

οργανογραφία θηλυκό

  1. (βιολογία) η επιστημονική περιγραφή της δομής και της λειτουργίας των οργάνων των ζώντων οργανισμών
     συνώνυμα: οργανολογία
  2. (μουσική) η μελέτη των μουσικών οργάνων
    Υπερώνυμα: μουσικολογία

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.