ὄργανον
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | ὄργανον | τὰ | ὄργανᾰ |
| γενική | τοῦ | ὀργάνου | τῶν | ὀργάνων |
| δοτική | τῷ | ὀργάνῳ | τοῖς | ὀργάνοις |
| αιτιατική | τὸ | ὄργανον | τὰ | ὄργανᾰ |
| κλητική ὦ! | ὄργανον | ὄργανᾰ | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὀργάνω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ὀργάνοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ὄργανον < θέμα ὀργ-, μεταπτωτική βαθμίδα θέματος που συναντάμε στο ἔργον + -ανον[1]
Ουσιαστικό
ὄργανον ουδέτερο
- → ζητούμενο λήμμα
Παράγωγα
(Χρειάζεται επεξεργασία)
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη ἔργον
Πηγές
- ὄργανον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ὄργανον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- όργανο - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.