μουσικολογία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μουσικολογία οι μουσικολογίες
      γενική της μουσικολογίας των μουσικολογιών
    αιτιατική τη μουσικολογία τις μουσικολογίες
     κλητική μουσικολογία μουσικολογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μουσικολογία < μουσικο- + -λογία

Ουσιαστικό

μουσικολογία θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.