οπιομανία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | οπιομανία | οι | οπιομανίες |
| γενική | της | οπιομανίας | των | οπιομανιών |
| αιτιατική | την | οπιομανία | τις | οπιομανίες |
| κλητική | οπιομανία | οπιομανίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Συγγενικά
Μεταφράσεις
οπιομανία
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.