οπάλιο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | οπάλιο | τα | οπάλια |
| γενική | του | οπαλίου & οπάλιου |
των | οπαλίων |
| αιτιατική | το | οπάλιο | τα | οπάλια |
| κλητική | οπάλιο | οπάλια | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- οπάλιο < ελληνιστική κοινή ὀπάλλιος (ορθογραφική απλοποίηση[1])
Προφορά
- ΔΦΑ : /oˈpa.li.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐πά‐λι‐ο
Ουσιαστικό
οπάλιο ουδέτερο
- (ορυκτολογία) ποικιλία πολύτιμων λίθων
- ※ Κυττάζοντας ένα οπάλιο μισό γκρίζο
θυμήθηκα δυο ωραία γκρίζα μάτια
που είδα· θάναι είκοσι χρόνια πρίν ....- Κωνσταντίνος Καβάφης, Γκρίζα, στίχοι 1-3
- ※ Κυττάζοντας ένα οπάλιο μισό γκρίζο
- οπάλιος
- οπάλι
Συγγενικά
Μεταφράσεις
οπάλιο
|
|
- οπάλιο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.