οπάλιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το οπάλιο τα οπάλια
      γενική του οπαλίου
& οπάλιου
των οπαλίων
    αιτιατική το οπάλιο τα οπάλια
     κλητική οπάλιο οπάλια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

οπάλιο < ελληνιστική κοινή ὀπάλλιος (ορθογραφική απλοποίηση[1])

Προφορά

ΔΦΑ : /oˈpa.li.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: οπάλιο

Ουσιαστικό

οπάλιο ουδέτερο

  • οπάλιος
  • οπάλι

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.