οπαλισμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | οπαλισμένος | η | οπαλισμένη | το | οπαλισμένο |
| γενική | του | οπαλισμένου | της | οπαλισμένης | του | οπαλισμένου |
| αιτιατική | τον | οπαλισμένο | την | οπαλισμένη | το | οπαλισμένο |
| κλητική | οπαλισμένε | οπαλισμένη | οπαλισμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | οπαλισμένοι | οι | οπαλισμένες | τα | οπαλισμένα |
| γενική | των | οπαλισμένων | των | οπαλισμένων | των | οπαλισμένων |
| αιτιατική | τους | οπαλισμένους | τις | οπαλισμένες | τα | οπαλισμένα |
| κλητική | οπαλισμένοι | οπαλισμένες | οπαλισμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- οπαλισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου οπαλίζω
Μεταφράσεις
οπαλισμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.